λιγούστρο

λιγούστρο
(Ligustrum). Γένος δικοτυλήδονου, φυλλοβόλου θάμνου της οικογένειας των ελαιιδών. Όλα τα είδη έχουν απλά, λογχοειδή ή ωοειδή και δερματώδη φύλλα, γυαλιστερά επάνω και ωχρά κάτω. Τα άνθη τους είναι σωληνοειδή και σχηματίζουν επάκριους, όρθιους, φοβοειδείς βότρυς. Οι καρποί τους είναι σφαιρικές ραγόμορφες δρύπες, γυαλιστερές και μελανές κατά την ωρίμανση. Στην Ελλάδα είναι πολύ διαδεδομένο το Ligustrum vulgare, το οποίο αυτοφύεται σε δάση και θαμνότοπους σχεδόν σε όλη την Ελλάδα και είναι γνωστό με τις κοινές ονομασίες νεροβεργιά, αγριομυρτιά και μυρτολιά. Με την ονομασία λ. είναι γνωστό επίσης το πολύ διαδεδομένο συγγενές είδος Ligustrum japonicum και λιγότερο διαδεδομένο το Ligustrum ovalifolium, γνωστό ως λιγουστρίνη. Και τα δύο καλλιεργούνται στους κήπους και στα πάρκα ως καλλωπιστικά. Ανθίζουν από τον Ιούλιο έως τον Αύγουστο, με πολλά μικρά λευκά και εύοσμα άνθη. Από τα καλλωπιστικά είδη, υπάρχουν ορισμένα με ιδιαίτερα διακοσμητικά υβρίδια, χάρη στα ποικιλμένα με κίτρινο ή λευκό φύλλα τους. Φυτεύονται στους κήπους κατά ομάδες, για να σχηματίσουν μπορντούρες και δεντροστοιχίες. Το ξύλο του λ. είναι κατάλληλο για την κατασκευή διάφορων εργαλείων και για την παρασκευή κάρβουνου και πυρίτιδας. Τα φύλλα και τα άνθη χρησιμοποιούνται στη φαρμακευτική, ενώ από τους καρπούς εξάγεται μελανοϊώδης βαφική ουσία. Το λιγούστρο (Ligustrum vulgare), φυλλοβόλος θάμνος της οικογένειας των ελαιιδών, φυτρώνει σχεδόν σε όλη την Ελλάδα.
* * *
το
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ελαιίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. ligustrum < λατ. ligustrum, πιθ. < Ligur «λιγυστικός».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ελαιίδες — Οικογένεια δικοτυλήδονων ξυλωδών φυτών η οποία περιλαμβάνει δέντρα, θάμνους, ακόμα και αναρριχώμενα φυτά, της τάξης των λιγουστρωδών. Περιλαμβάνει περίπου 400 είδη των θερμών και εύκρατων περιοχών της Γης και κυρίως της νότιας και ανατολικής… …   Dictionary of Greek

  • αγριομυρτιά — Δενδρύλλιο της οικογένειας των ελαιϊδών (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία του είναι λιγούστρο το κοινό. Είναι αυτοφυές σε δάση και θαμνότοπους σχεδόν σε όλη την Ελλάδα· σπανιότερα συναντάται στα νησιά του Αιγαίου. Είναι γνωστό και με τα… …   Dictionary of Greek

  • νεροβεργιά — η κοινή ονομασία τού φυτού Ligustrum vulgare τού γένους λιγούστρο …   Dictionary of Greek

  • μυρτιά ή σμυρτιά ή μερσινιά — (μύρτος η κοινή). Αειθαλής θάμνος που αυτοφύεται στη ζώνη των πλατύφυλλων αειφύλλων σε ολόκληρη την Ελλάδα και στις άλλες παραμεσόγειες χώρες. Ανήκει στην οικογένεια των μυρτιδών (δικοτυλήδονα). Οι αρχαίοι Έλληνες την ονόμαζαν μυρρίνη, μύρτο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”